31/10/11

Παππούς που κλαίει στο παγκάκι

Στο παγκακι του πάρκου κάθεται ένας ηλικιωμένος κύριος και κλαίει γοερά. Τον βλέπει ένας και πάει να τον ρωτήσει τι έχει.

-Τι έχετε κύριε; Τι πάθατε;

-Ε, να παιδί μου, (κλαψ), είμαι παντρεμένος που λες με μια ζουμερή τριαντάρα. Κάθε πρωί με ξυπνάει με φιλάκια, κάνουμε έρωτα κι ύστερα μου ετοιμάζει ένα πρώτης τάξεως πρωινό.

-Μπράβο! Τέλεια! Αλλά γιατί κλαις όμως;

-Ύστερα καθαρίζει όλο το σπίτι μόνη της και πιάνει και μαγειρεύει για το μεσημέρι τα πιο νόστιμα και γκουρμέ φαγητά. Τρώμε σα βασιλιάδες, μετά μου φέρνει τον καφέ μου κι αφού τα μαζέψει όλα πάμε στο κρεβάτι και κάνουμε τρελό έρωτα μέχρι το απόγευμα.

-Τι να πω, παππού... Είσαι πάρα πολύ τυχερός. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι στενοχωρημένος.

-Το βράδυ με παίρνει και πάμε έξω, πότε σε κοσμικές δεξιώσεις, πότε στην όπερα ή σε κανένα καλό εστιατόριο για φαγητό. Πάντα πληρώνει το λογαριασμό. Κι ύστερα φυσικά γυρίζουμε σπίτι και κάνουμε αχαλίνωτο έρωτα όλη τη νύχτα!

-Έχεις λοιπόν μια γυναίκα πραγματικό διαμάντι! Τα συγχαρητήριά μου! Αλλά δε μου εξήγησες γιατί κλαις.

-Ε, να παιδί μου. Βγήκα να περπατήσω λίγο και τώρα...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...δε θυμάμαι που είναι το σπίτι μου!

30/10/11

Αμελέτητα ταύρου

Ένας τουρίστας στην Ισπανία πάει σ' ένα καλό εστιατόριο.

-Καλή σας μέρα! Μπορώ να δοκιμάσω τη σπεσιαλιτέ σας, παρακαλώ;

-Βεβαίως σενιόρ! Ξέρετε, η σπεσιαλιτέ μας είναι τα αμελέτητα ταύρου!

Ο πελάτης κάνει ένα μορφασμό.

-Κοιτάξτε κύριε. Είναι φυσικό να αισθάνεστε λίγο διστακτικά, συμβαίνει σε όλους τους πελάτες. Σας διαβεβαιώ όμως, ότι είναι πεντανόστιμα. Σας προτείνω να δοκιμάσετε, θα σας αρέσουν πάρα πολύ, είμαι σίγουρος!

-Άντε, αφού το λέτε, ας δοκιμάσουμε!

Και πραγματικά, μετά από λίγη ώρα του φέρνει ένα καταπληκτικό πιάτο με τα αμελέτητα στο τηγάνι μαζί με μια υπέροχη γκουρμέ σάλτσα. Ο φίλος μας δυσκολεύτηκε λίγο να φάει την πρώτη μπουκιά, αλλά του άρεσαν τόσο πολύ που τελικά έγλειψε και το πιάτο.

-Είχατε δίκιο, είναι πραγματικά πεντανόστιμα, σχεδόν δεν το πιστεύω!

-Και ξέρετε, είναι φρεσκότατα, είναι από τις ταυρομαχίες που έγιναν το πρωί στη διπλανή αρένα!

-Α, τι μου λες; Καταπληκτικό!


Την επόμενη και για πολλές ημέρες, ο πελάτης πάει πάλι στο ίδιο εστιατόριο και παίρνει πάντα αμελέτητα ταύρου. Κι ο σερβιτόρος που τον έχει μάθει πια, τον περιποιείται.


Μια μέρα όμως, του φέρνει ένα κάπως διαφορετκό πιάτο. Το περιεχόμενο ήταν διαφορετικό, η γεύση ήταν εξίσου ωραία αλλά κάπως διαφορετική, κάτι δεν πήγαινε καλά. Φωνάζει λοιπόν το σερβιτόρο και τον ρωτάει:

-Τα σημερινά αμελέτητα ήταν κάπως διαφορετικά. Δεν καταλαβαίνω πως ακριβώς, αλλά σίγουρα δεν ήταν τα ίδια με τις προηγούμενες ημέρες.

-Κοιτάξτε, ο μάγειράς μας μαγειρεύει πάντα πολύ ωραία τα αμελέτητα. Δυστυχώς όμως συμβαίνει μερικες φορές...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...να μην κερδίζει ο ταυρομάχος!

29/10/11

Τα ινδιάνικα ονόματα

Ένας από τους πρώτους άποικους της Βόρειας Αμερικής μελετάει τις συνήθειες των ερυθρόδερμων. Κάποιο βράδυ είναι μαζεμένοι όλοι γύρω από τη φωτιά και συζητούν για τα ονόματα των ινδιάνων.

-Εμείς οι ερυθρόδερμοι δεν έχουμε ονόματα όπως έχετε εσείς τα χλωμά πρόσωπα. Αντιθέτως, επειδή ζούμε μέσα στη φύση και αποτελούμε οργανικό και αναπόσπαστο κομμάτι της, παίρνουμε τα ονόματά της από κείνη.

-Εμένα για παράδειγμα με φωνάζουν "Καθιστό Ταύρο", πετάγεται ο αρχηγός.

-Κι εμένα "Φτερό του Αετού", κάνει ένας άλλος από δίπλα.

-Κι εσάς, δεσποινίς; Ρωτάει μια όμορφη ινδιάνα ο λευκός.

-Ω, εγώ είμαι η "Όμορφη Γαζέλα που τρέχει στα Λιβάδια"!

-Μα καλά, δεν είναι λίγο μακρύ και άβολο;

-Ναι, όντως, του απαντάει η ινδιάνα. Μερικές φορές τα ονόματά μας είναι λίγο άβολα. Αλλά για την απλή καθημερινή χρήση έχουμε συντομεύσεις. Εμένα δηλαδή, με φωνάζουν απλά "Όμορφη Γαζέλα".

-Κι εμένα "Περήφανη Αρκούδα", συμπληρώνει ο διπλανός, ένα ψηλό ντερέκι.

-Α, δηλαδή, πώς είναι ολόκληρο το όνομά σας;

-Ολόκληρο είναι "Η Περήφανη Αρκούδα που τρέχει στο Δάσος και την καμαρώνουν όλα τα Ζώα".

Εντυπωσιάζεται ο λευκός.

-Κι εσένα παππού, πως σε λένε; Ρωτάει ένα γέρο ινδιάνο.

-Εμένα παιδί μου με λένε: "Βράχο που πέφτει απ' το Ψηλό Χιονισμένο Βουνό, διασχίζει το Πράσινο Λειβάδι,  και πέφτει με Θόρυβο στο Πλατύ Ποτάμι".

Κόκκαλο ο λευκός. Κόμπλαρε με τόσο μακρύ όνομα.

-Ουάου. Τι να πω. Είναι πολύ όμορφο, φοβερά μακρύ όμως! Και το σύντομό σου πως είναι;
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
-"Πλάτς!"

28/10/11

Στο μανάβικο

Πάει ένας πελάτης σ' ένα μανάβικο.

-Αυτά τι είναι;

-Πατάτες!

-Ωραία! Βάλτε μου ένα κιλό! Αλλά σας παρακαλώ, κάθε πατάτα σε ξεχωριστή σακούλα!

-Κι αυτά τι είναι;

-Ντομάτες.

-Βάλτε μου κι από δω ένα κιλό. Αλλά προσέξτε: Κάθε ντομάτα σε ξεχωριστή σακούλα!

-Κι αυτά εδώ;

-Α, αυτά είναι λεμόνια.

-Καλώς! Θα πάρω κι ένα κιλό λεμόνια! Αλλά μην ξεχάσετε...

-Ξέρω, ξέρω. Σε ξεχωριστή σακούλα. Θα σας χρεώσω τις σακούλες, όμως, λέει ο μανάβης που έχει αρχίσει να εκνευρίζεται.

-Κι ετούτα 'δώ;

-Ααα, αυτά είναι κεράσια! Αλλά...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...δεν τα πουλάμε!

27/10/11

Ο ιεραπόστολος και τα λιοντάρια

Ένας ιεραπόστολος πέφτει πάνω σε λιοντάρια στη ζούγκλα της Αφρικής.

Η κατάσταση είναι τραγική. Τον έχουν κυκλώσει τα λιοντάρια τα οποία φαίνονται να είναι πολύ πεινασμένα. Οι βρυχηθμοί και η οσμή των λιονταριών κάνει το σκηνικό ακόμα πιο τρομακτικό.

Χαμένος για χαμένος, ο ιεραπόστολος σκέφτεται ότι η μόνη ελπίδα που του έμεινε πια είναι στον Ύψιστο. Γονατίζει λοιπόν και προσεύχεται:

-Κύριε, αν είναι το θέλημά Σου να γίνω τροφή των λιονταριών, ας γίνει. Αλλιώς, δώσε χριστιανική συνείδηση σ' αυτά τα ζώα ώστε να ξεπεράσουν τη φύση τους και να μη ζητάνε πια να καταβροχθίζουν ανθρώπους!

Μεμιάς, τα λιοντάρια, που ήταν με τις τρίχες ορθωμένες έτοιμα να επιτεθούν, ηρεμούν και κάθονται στο χορτάρι.

-Γλύτωσα, γλύτωσα! Σκέφτεται ο ιεραπόστολος. Μεγάλο το όνομά Σου, Κύριε!

Τότε ένα από τα λιοντάρια, το πιο μεγαλόπρεπο με την πιο μεγάλη και όμορφη χαίτη, ο αρχηγός του κοπαδιού κατά πως φαινόταν, μιλάει με ανθρώπινη φωνή και λέει:

-Κύριε, δοξασμένο το όνομά Σου...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...ευλόγησε το γεύμα μας!

26/10/11

Η πιο καλή μαζώχτρα στις ελιές

Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά-πολλά χρόνια, όταν ήταν η εποχή να μαζέψουν τις ελιές στην Κρήτη έρχονταν κοπέλες από όλη την Ελλάδα γι' αυτό το σκοπό, μια που η δουλειά πλήρωνε καλά.

Συζητούν λοιπόν δυο κοπελιές που έχουν δουλέψει στις ελιές.

-Εγώ είμαι η καλύτερη μαζώχτρα! Εσύ πόσα παίρνεις μεροκάματο;

-Πεντακόσες δραχμές.

-Έλα όμως που εγώ παίρνω οχτακόσιες!

-Μπράβο! Πώς έτσι;

-Ε, να, βλέπεις, εγώ ανεβαίνω με τη σκάλα πάνω στην ελιά και μαζεύω κι απ' τα ψηλά κλαδιά.

-Μπράβο!

-Και τ' αφεντικό μου είναι πάντα από κάτω, να με καμαρώνει, ε;

-Εεε, χμμ, βρε χαζή, το αφεντικό μάλλον κάθεται από κάτω για να βλέπει το βρακί σου. Γι' αυτό σε πληρώνει ο γέρο σαδιστής!

-Πριτς! Για ανόητη με περνάς; Αποκλείεται να δει το βρακί μου...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...αφού δε φοράω!


(Το ανέκδοτο αφιερώνεται σ' αυτούς που μου το είπαν: Στους γλυκύτατους κυρ Δημήτρη και κυρ Ηρακλή που έχουν 45 και 50 χρόνια αντίστοιχα που ζουν στη Γερμανία.)

25/10/11

Ασυνήθιστη παρτίδα γκολφ

Ο Χριστός, ο Μωυσής κι ένας γεράκος παίζουν γκολφ.

Στην πρώτη βολή του Χριστού φεύγει η μπάλα και πέφτει μέσα στη λιμνούλα. Οι άλλοι δυο τον κοροιδεύουν. Εκείνος όμως ατάραχος, πάει προς τη λίμνη, περπατάει πάνω στο νερό και φτάνει στο σημείο που έπεσε η μπάλα. Κάνει ένα νεύμα με τα χέρια του και η μπάλα ανεβαίνει στην επιφάνεια και στέκεται. Με ένα καλό χτύπημα λοιπόν, στέλνει τη μπάλα κατ' ευθείαν στην τρύπα. Οι άλλοι δυο χειροκροτούν.

Όταν ρίχνει και ο Μωυσής, η μπάλα ξαναπέφτει στο νερό. Οι άλλοι δυο τον κοροιδεύουν, εκείνος όμως τους κάνει νόημα να περιμένουν. Πηγαίνει μέχρι το νερό, ακουμπάει με το μπαστούνι την επιφάνεια κι αμέσως υποχωρούν τα νερά και φαίνεται ο πάτος της λίμνης. Περπατάει άνετος ο Μωυσής μέχρι τη μπάλα, δίνει ένα καλό χτύπημα και τη στέλνει στην τρύπα. Καινούρια χειροκροτήματα από τους συμπαίκτες του.

Πάει να παίξει κι ο γεράκος, αλλά πως να ανταγωνιστεί τέτοιους αντιπάλους; Χτυπάει τη μπάλα, όμως αυτή καταλήγει για τρίτη φορά στο νερό και μάλιστα την καταπίνει ένα ψάρι. Χάχανα και γέλια από τους άλλους δύο. Ατάραχος ο γεράκος, δεν κάνει τίποτα. Απλώς κάθεται εκεί και περιμένει.

Την επόμενη στιγμή, έρχεται ένας γλάρος, αρπάζει το ψάρι με τα νύχια του, το σηκώνει ψηλά στον αέρα και πετάει μακριά για να το φάει με την ησυχία του. Ένα γεράκι όμως παίρνει στο κυνήγι το γλάρο κι εκείνος πάνω στο κυνηγητό αφήνει το ψάρι να πέσει στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή περνάει ένα ελικοφόρο αεροπλάνο και το ψάρι βρίσκεται στην τροχιά του. Πέφτει πάνω στον έλικα και γίνεται χίλια κομμάτια. Σαν από θαύμα όμως, το σκληρό μπαλάκι μένει ακέραιο και πέφτει προς τα κάτω. Και για φαντάσου, πάει και πέφτει ακριβώς μέσα στην τρύπα.

Τα 'χασαν οι άλλοι δύο όταν είδαν τι έγινε.

Πάει ο Χριστός, πιάνει το γεράκο από τον ώμο και του λέει:

-Εντάξει, είπαμε να παίξουμε λίγο γκολφ...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...μπαμπά, εσύ όμως πας να το ξεφτιλίσεις τελείως...

24/10/11

Η γυναίκα και τα δώρα

Βλέπει ο άντρας τη γυναίκα του να φοράει ένα χρυσό δαχτυλίδι με ένα μεγάλο πανάκριβο διαμάντι.

-Αγάπη μου, πού το βρήκες αυτό το δαχτυλίδι; Πρώτη φορά το βλέπω.

-Α, που να στα λέω, αντρούλη μου! Προχθές στην τουαλέτα του γυμναστηρίου το βρήκα στο νιπτήρα! Δεν ήταν κανένας γύρω, ρώτησα και στη γραμματεία μήπως το έχασε κάποιος κι έπειτα από αρνητική απάντηση το κράτησα!


Περνούν μερικές μέρες και βλέπει ο άντρας τη γυναίκα του να φοράει τώρα μια μεγάλη γούνα που φαινόταν από μακριά ότι ήταν ακριβή.

-Βρε γυναίκα, που τη βρήκες πάλι αυτή τη γούνα;

-Α, τι να σου πω. Στη γκαρνταρόμπα του εστιατορίου που πήγαμε χθες με τις φίλες μου έκαναν λάθος κι αντί για το παλτό μου, μου έδωσαν αυτή τη γούνα;

-Έτσι ε; Μπράβο ρε γυναίκα, είσαι πολύ τυχερή, λέει ο σύζυγος, ο οποίος φυσικά κατάλαβε, δυστυχώς γι' αυτόν. Τι να σου πω, μπράβο! Εγώ ο καημένος ποτέ δε βρήκα κάτι αξίας...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...Μόνο ένα σλιπάκι στο κρεβάτι μας βρήκα σήμερα το πρωί κι αυτό μου ήτανε και μικρό...

23/10/11

Δώσε χαιρετίσματα

Ο πατέρας, περνώντας απ' έξω από το δωμάτιο της εφτάχρονης κόρης το βράδυ πριν τον ύπνο ακούει την προσευχή της μικρής:

-Θεέ μου, σε παρακαλώ, κάνε με καλό κορίτσι, φύλαγε το μπαμπά μου, τη μαμά μου, τον αδερφό μου και δώσε και χαιρετίσματα στον παππού.

Παραξενεύεται ο πατέρας, αλλά δε δίνει σημασία.

Το επόμενο πρωί, τον παίρνουν τηλέφωνο στο γραφείο ότι πέθανε ο πεθερός του. Κάποια στιγμή στην κηδεία θυμάται τα λόγια της προσευχής της μικρής και παθαίνει ένα μικρό σοκ. Δεν κάνει τίποτα όμως.

Περνούν κάποιοι μήνες, στη διάρκεια των οποίων ο πατέρας κάθε βράδυ πήγαινε έξω από το παιδικό δωμάτιο και κρυφάκουγε την προσευχή της κόρης του, χωρίς όμως να ακούει κάτι περίεργο.



Ένα βράδυ, λοιπόν, ακούει τη μικρή να ζητάει από το Θεό να δώσει χαιρετίσματα στο θείο Αλέκο.

Πάει στο κρεβάτι και πιάνει κουβέντα με τη γυναίκα του.

-Βρε Μαριώ, τι κάνει ο θείος σου ο Αλέκος;

-Ε, τι να κάνει, έχει εκείνα τα προβλήματα με την καρδιά του. Τον ταλαιπωρεί λίγο αλλά φαίνεται πως αντέχει.

-Κι όμως. Δεν τον βλέπω καλά! Χτύπα ξύλο, αλλά νομίζω ότι πολύ σύντομα θα έχουμε κακά νέα.

-Τι λες βρε Θανάση; Αφού είναι καλύτερα τώρα.

-Ε, καλά, θα δεις...

Και πραγματικά, το επόμενο μεσημέρι, μαθαίνουν ότι πέθανε ο θείος Αλέκος.



Περνούν μερικοί ακόμα μήνες. Ένα βράδυ ακούει ο πατέρας τη μικρούλα να λεει την εξής προσευχή:


-Θεέ μου, σε παρακαλώ, κάνε με καλό κορίτσι, φύλαγε τη μαμά μου, την αδερφή μου και δώσε και χαιρετίσματα στο μπαμπά!

Φρικάρει ο πατέρας. Προβλήματα υγείας δεν είχε, εχθρούς δεν είχε, προσεχτικός ήταν γενικώς. Πώς ήταν δυνατόν να πάθει κάτι; Ήταν και αρκετά νέος.

Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Το πρωί με τα χίλια ζόρια σέρνεται μέχρι τη δουλειά του, αλλά που μυαλό για εργασία. Κάθε πέντε λεπτά κοιτιόταν στον καθρέφτη να δει αν ήταν χλωμός και έπιανε το σφυγμό του να δει αν ζούσε. Εκτός από το ψυχολογικό του χάλι όμως, σωματικά ήταν καλά.

Αφού πέρασε αυτή η μαύρη μέρα και διαπίστωσε το απόγευμα ότι ήταν ακόμα ζωντανός, παίρνει το δρόμο της επιστροφής.

Με φοβερή προσοχή, πάει μέχρι το πάρκινγκ τριπλοκοιτάζοντας το δρόμο φοβούμενος μην τον πατήσει κανένας. Στο αυτοκίνητο, ανοίγει το καπό κοιτάζοντας μήπως είναι παγιδευμένο(!). Μπαίνει μέσα, οδηγεί σιγά-σιγά στη δεξιά λωρίδα κοιτάζοντας συνεχώς τον καθρέφτη. Παρκάρει έξω από το σπίτι του, ανεβαίνει τη σκάλα τσεκάροντας ένα-ένα τα σκαλιά μήπως γλυστράνε.

Τελικά, μπαίνοντας σπίτι του, τον βλέπει η γυναίκα του και τρομάζει.

-Θανάση μου, φαίνεσαι εντελώς χάλια!

-Άστα ρε Μαριώ, δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Και τα νεύρα μου είναι εντελώς κουρέλια.

-Μα κι εμείς εδώ στη γειτονιά είχαμε φασαρία σήμερα...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...συνέβη ένα θανατηφόρο ατύχημα στον Κυριάκο τον υδραυλικό! Άστα, που να στα λέω...

22/10/11

Πώς τρώγεται ο άνθρωπος;

Συζητούν δυο καρχαρίες

-Ρε Θύμιο, εκεί παρακάτω είναι ένας άνθρωπος! Θα φάμε καλά σήμερα! Μόνο που δεν ξέρω πως τρώγονται οι άνθρωποι. Έχεις ιδέα;

-Ναι, αμέ, μόνο που είναι κομματάκι πολύπλοκο. Πλησιάζεις τον άνθρωπο, σε απόσταση 10 μέτρων περίπου, κάνεις μερικές περιστροφές γύρω του...

-Και μετά τον τρώς!

-Όχι, ρε! Μη βιάζεσαι! Περιστρέφεσαι γύρω του και περιμένεις λίγο. Μετά ανοίγεις το στόμα σου τέρμα και κάνεις πως του επιτίθεσαι...

-Και τον τρως!

-Όχι, ρε, περίμενε! Την τελευταία στιγμή κάνεις πίσω, γυρνάς ακόμα λίγο γύρω-γύρω, προσέχοντας να δείχνεις όσο περισσότερο απειλητικός γίνεται...

-Να σου πω ρε Μένιο, γιατί δεν τον κάνεις κατ' ευθείαν μια χαψιά; Πιο απλό δεν είναι;

-Ε, τώρα, τι να σου πω... Αν επιμένεις, εσύ...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...φά' τον με τα σκ@τ@ του μαζί!

21/10/11

Δηλητήριο για το σύζυγο

Μπαίνει μια κυρία σ' ένα φαρμακείο.

-Καλημέρα! Θα μου δώσετε λίγο υδροκυάνιο;

-Πώς; Υδροκυάνιο; Και τι το θέλετε αν επιτρέπεται;

-Ε, να, θέλω να σκοτώσω κάτι ...ποντίκια.

-Τι ποντίκια μου λέτε κυρία μου; Με δουλεύετε; Θέλετε να φωνάξω την αστυνομία; Ποιον πάτε να ξεκάνετε;

Η κυρία ξεσπάει σε αναφιλητά. Ο φαρμακοποιός την βάζει να κάτσει και της προσφέρει λίγο νερό για να συνέλθει.

-Πού να σας τα λέω καλέ μου κύριε... Ο άντρας μου, το κτήνος... Μετά από είκοσι χρόνια γάμου... Δε σκέφτηκε ούτε τα παιδιά μας ο άθλιος...

-Ααα, τώρα κατάλαβα! Κοιτάξτε κυρία μου, αυτά συμβαίνουν! Ηρεμήστε πρώτα κι ύστερα βλέπετε. Το πολύ-πολύ να ζητήσετε διαζύγιο. Όχι όμως και φόνο, δεν αξίζει, είναι αμαρτία από το Θεό. Έχω δει πολλά εγώ τόσα χρόνια στο φαρμακείο...

-Μα τι λέτε; Είναι δυνατό να τον αφήσω έτσι; Δώστε μου τουλάχιστον λίγο βιτριόλι να του δείξω εγώ!

-Σας παρακαλώ κυρία μου. Δεν γίνεται να γίνω εγώ συνένοχος σε ένα τέτοιο έγκλημα! Ούτε ο πρώτος είναι, ούτε ο τελευταίος εξάλλου.

-Μα με την καλύτερη μου φίλη; Κι αυτή η σκρόφα πήγε και τον ξελόγιασε... Σταθείτε μισό λεπτό να σας δείξω τα Σόδομα και τα Γόμορά τους.

-Ελάτε τώρα κυρία μου, μη μ' ανακατεύετε εμένα...

-Αυτή βγάζει μια φωτογραφία και του δείχνει πραγματικά εν μέσω ενός ακατανόμαστου όργιου έναν άντρα σε πολύ κολασμένο τετ α τετ. Αλλά ο άντρας ήταν με τη γυναίκα του φαρμακοποιού!

-Κοιτάξτε κυρία μου, τελικά νομίζω ότι θα σας δώσω το βιτριόλι. Δεν ήξερα ότι...
.

.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...είχατε και συνταγή!

20/10/11

Η λίμνη και τα κορίτσια

Έξω από μια λιμνούλα είναι μια παρέα από νεαρά κορίτσια που παίζουν και γελούν, όλες γυμνές.

Σε κάποια φάση, πλησιάζει ένας κύριος κρατώντας ένα μεγάλο γεμάτο τσουβάλι.

Τρομάζουν τα κορίτσια και πάνε και πέφτουν όλα στο νερό.

Πλησιάζει ο τύπος τη λίμνη και τα κορίτσια του φωνάζουν να φύγει. Αυτός όμως δε φεύγει. Φωνάζει πανικόβλητος:

-Κορίτσια, βγείτε έξω!

-Τι λέτε κύριε; Σας παρακαλούμε πολύ!

-Κορίτσια, βγείτε έξω τώρα! Δεν κάνω πλάκα και δεν είναι αστείο!

-Δε βγαίνουμε αν δε φύγεις. Ανώμαλε! Έκφυλε!

Τσαντίζεται ο τύπος:

-Καλά. Λοιπόν, κάντε ό,τι θέλετε, δε μ' απασχολεί. Εγώ ήρθα εδώ απλά...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...για να ταΐσω τον κροκόδειλο!

19/10/11

Στην ουρά για το κατάστημα

Πρωί-πρωί έξω από ένα κατάστημα έχει μαζευτεί πολύς κόμος, να σπρώχνονται, να τσακώνονται και να προσπαθεί ο ένας να φάει τη σειρά του άλλου.

-Κάνε πίσω, ρε! Εγώ ήρθα πρώτος!

-Τι λε ρε; Εγώ έχω έρθει απ' τις 6! Εσύ πας να μου φας τη θέση.

-Ρε κάνε πίσω που πας και μου χώνεσαι...

Και ούτω καθεξής. Κάποια μεγάλη προσφορά είχε βγάλει στο κατάστημα; Ίσως και να ήταν η πρώτη μέρα κυκλοφορίας κάποιου καινούριου μηλοπολυτηλεφωνομοντέλου. Η ακριβής εξήγηση είναι εκτός του αντικειμένου του παρόντος ανεκδότου.

Σε κάποια φάση, έρχεται ένας τύπος που προσπαθεί να περάσει μπροστά, αλλά ο κόσμος δεν τον αφήνει.

-Μα που πάτε κύριε; Δε βλέπετε ότι εμείς περιμένουμε τόση ώρα; Πηγαίνετε τελευταίος στην ουρά!

-Ποια ουρά ρε παιδιά; Ουρά τον λέτε εσείς αυτό το χαμό; Αφήστε με να περάσω, σας παρακαλώ!

Επιμένει ο τύπος, αλλά οι άλλοι τον πιάνουν με τα χέρια και τον σπρώχνουν πίσω.

-Ρε παιδιά! Αφήστε με να περάσω. Να σας εξηγήσω!

-Ρε, κάνε πίσω; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;

-Μη σπρώχνετε βρε παιδιά! Αφήστε με να σας πω...

-Ρε άντε φύγε από κει, που κάνεις και τον έξυπνο...

Τον πιάνουν και τον πετάνε προς τα πίσω. Σκάει στο πάτωμα με δύναμη. Μόνο που δεν τις έφαγε! Κάθεται εκεί, ξεσκονίζεται και μονολογεί:

-Εντάξει ρε παιδιά. Φαντάζόμαι ότι δίκιο έχετε κι εσείς, τόση ώρα περιμένετε. Αλλά κι εγώ...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...πώς θ' ανοίξω το μαγαζί μου;

18/10/11

Το μέγεθος μετράει

Είναι ένας Έλληνας που έχει πάει στις Η.Π.Α. να επισκεφτεί ένα συγγενή του. Σε κάποια φάση βγαίνουν βόλτα.


-Πώπω, ρε ξάδερφε! Τι αμαξάρα είναι ετούτη; Ίσαμε ένα αθηναϊκό λεωφορείο!

-Ε, έτσι το 'χουν εδώ, όλα είναι μεγάλα. Θα δεις και μόνο σου! Πα 'να φάμε τίποτα; Θες να σε πάω σε ένα πολύ ξηγημένο εστιατόριο που ξέρω;

-Και δεν πάμε;

Πάνε λοιπόν σε ένα τεράστιο εστιατόριο. Μπαίνουν μέσα και τα χάνει ο φίλος μας. Είχε κάτι γιγάντιους πάγκους γεμάτους με βουνά ολόκληρα φαγητό. Πλήρωνες δέκα δολάρια και έτρωγες μέχρι να σκάσεις. Και αναψυκτικά και ποτά ήταν σε μπουκάλια μεγάλα σα βαρέλια.

-Αμάν ρε ξάδερφε, δε μπορώ άλλο, έχω σκάσει από το φαί. Θα μου βγει απ' τ' αυτιά σε λίγο!

-Τρώγε, ρε, σχεδόν τζάμπα είναι! Πού θα τα ξαναβρείς;

Αφού γουρουνιάσανε εντελώς, ξαναλέει ο ξάδερφος:

-Θες να ψωνίσουμε τίποτα, Αντώνη; Εδώ είναι όλα φτηνά, ξέρεις.

-Βασικά ναι, να πάρουμε μερικά ρουχαλάκια που μου λείπονται...

Πάνε λοιπόν να ψωνίσουν ρούχα. Δοκιμάζει ο Αντώνης διάφορα μπλουζάκια, πουκάμισα και παντελόνια, αλλά δεν του έκανε κανένα. Όλα τα νούμερα ήταν τεράστια, XXXL, XXXXL κι ακόμα μεγαλύτερα.

-Αμάν, τι μεγέθη είναι αυτά ρε ξάδερφε; Κανένα κανονικό δεν έχετε;

-Ε, έτσι είναι εδώ, δεν είπαμε;

-Καλά. Να σου 'πω; Θα με πας και σ' ένα φαρμακείο να πάρω κάτι φάρμακα που θέλω;

Πάνε στο φαρμακείο λοιπόν.

-Δώστε μου ένα κουτί οινόπνευμα, μια γάζα, ένα σωληνάριο Softolinol κι ένα κουτί βαμβάκι, παρακαλώ.

-Έπαθες κάτι; Ρωτάει ο ξάδερφος.

-Όχι μωρέ. Είναι για τις αιμορροΐδες μου.

Ο φαρμακοποιός φέρνει ένα μπουκάλι οινόπνευμα των τριών λίτρων, ένα σωληνάριο μεγάλο σαν αναψυκτικό κι ένα πακέτο βαμβάκι σαν κουτί παπουτσιών. Ο Αντώνης τα χάνει.

-Θέλετε τίποτα άλλο, κύριε;

Μούγκα ο άλλος. Έντρομος, με στάλες ιδρώτα να τρέχουν από το κούτελό του.

-Τι πάθατε κύριε;

-Δδδ, δε βαριέστε; Λέω να συνεχίσω τη θεραπεία όταν θα γυρίσω στην Ελλάδα. Βλέπετε, ο γιατρός μου έχει πει...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...να βάζω και υπόθετα...

17/10/11

Η "δραστήρια" υπηρέτρια

Η υπηρέτρια γυρίζει μετά την έξοδο στο σπίτι κλαμένη. Τη βλέπει η κυρία της και τη ρωτάει:

-Τι έγινε, Μαρία, τι έπαθες κορίτσι μου;

-Ε, να καλέ κυρία, έχω από μήνες ένα αισθηματάκι με το σωφέρ. Σήμερα λοιπόν που πήγα στο γιατρό, μου είπε ότι έιμαι έγκυος. Και ξέρετε, η μάνα μου θα με σκοτώσει...

-Καλά, μη στενοχωριέσαι. Αφού είσαι τόσο καλό κορίτσι, τόσον καιρό στο σπίτι μας κι εμείς δυστυχώς δεν έχουμε παιδιά, θα το κρατήσουμε και θα το μεγαλώσουμε σα δικό μας παιδί!

-Αχ, καλέ κυρία, τι να σας πω, είστε θησαυρός!

Όπερ και εγένετο λοιπόν. Γέννησε η υπηρέτρια, κράτησε ο κύριος και η κυρία το παιδί και το φρόντιζαν σα δικό τους. Είχε και η υπηρέτρια το παιδί της στο σπίτι και το χαιρόταν.


Μετά από κανένα χρόνο, πάει η υπηρέτρια κλαμένη πάλι στην κυρία.

-Ξέρετε κυρία, να, ο γιατρός μου είπε ότι είμαι πάλι έγκυος!

-Αχ βρε Μαρία, τι θα γίνει μ' εσένα κορίτσι μου; Τέλος πάντων, πάντα θέλαμε κι ένα δεύτερο παιδάκι για να κάνει συντροφιά στο πρώτο. Μπορούμε λοιπόν να το κρατήσουμε κι αυτό να το μεγαλώσουμε σα δικό μας!

-Αχ, καλή μου κυρία, σας ευχαριστώ πολύ!


Περνάει κανένας χρόνος ακόμα και η υπηρέτρια ζητάει πάλι ακρόαση από την κυρία.

-Μαρία κορίτσι μου, δεν πιστεύω να είσαι πάλι έγκυος.

-Ω, όχι κυρία, αλλά ξέρετε, δυστυχώς πρέπει να φύγω.

-Γιατί παιδί μου; Μήπως δεν είσαι ευχαριστημένη από μας;

-Όχι, δεν είναι αυτό. Αλλά, να, ...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...μια οικογένεια με δυο παιδιά, είναι πάρα πολλή δουλειά. Δεν τα βγάζω πέρα...

16/10/11

Βαρεμάρα

Δυο κύριοι κάθονται σ' ένα μπαρ. Ο ένας περιμένει κάποιον και ψάχνει να σκοτώσει την ώρα του.

-Καλησπέρα σας, κύριε. Θέλετε να σας κεράσω μια μπύρα;

-Όχι, σας ευχαριστώ. Μια φορά ήπια μια μπύρα και δε μου άρεσε καθόλου!

-Τότε ένα ουίσκυ, ίσως;

-Μπα, ούτε ουίσκυ πίνω. Μια φορά όταν ήμουνα μικρός ήπια και ξέρασα. Από τότε δεν ξαναδοκίμασα.

-Θέλετε να κουβεντιάσουμε λίγο, να περάσει η ώρα;

-Τι να σας πω. Μια φορά μου έπιασε την κουβέντα κάποιος στο λεωφορείο και μου αμόλησε τόσε κοτσάνες που κόντεψα να καραφλιάσω. Και μετά δεν ξεκόλλαγε κιόλας.

"Αμάν, τι στραβόξυλο είναι τουτος;" σκέφτεται ο άλλος. "Και δεν περνάει κι ώρα..."

-Πάμε να μιλήσουμε στις δυο κοπέλες που κάθονται μόνες εκεί δίπλα; Ωραίες δεν είναι;

-Μπα! Μια φορά που έμπλεξα με γυναίκα, αναγκάστηκα στο τέλος να την παντρευτώ...

Ο άλλος προσέχει την εικόνα στο κινητό του πρώτου.

-Ο γιος σας είναι αυτός;

-Μάλιστα.

-Να υποθέσω ότι...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...είναι μοναχοπαίδι;

15/10/11

Η εξομολόγηση

Συζητούν δυο φίλοι.

-Ρε Βασίλη, δε μου λες, από πότε έχεις να εξομολογηθείς;

-Τι λες ρε; Πώς σου κατέβηκε αυτό στα καλά καθούμενα;

-Λέγε, ρε συ...

-Δε νομίζω να έχω εξομολογηθεί ποτέ, από τότε που μας πήγαιναν στο σχολείο. Γιατί;

-Να σου πω, θα πας απόψε μετά τη λειτουργία να εξομολογηθείς;

-Δεν καταλαβαίνω, ρε συ Κώστα πως σου ήρθε αυτό πάλι...

-Ε, να ρε συ, έχω ένα αισθηματάκι με την κόρη του παπά. Πρέπει κάπως να τον κρατήσουμε μακριά από το σπίτι, για να κάνω κι εγώ τη δουλειά μου, καταλαβαίνεις...

-Αααα, καλά. Αν είναι γι' αυτό, πάω!

Πάει λοιπόν ο φίλος μας στον παπά μετά τη λειτουργία κι αρχίζει να του λεει ό,τι του κατεβαίνει κι ό,τι θυμάται. Για τα βατράχια που σκότωνε όταν ήταν μικρός στο χωριό, για τις καραμέλες που έτρωγε κρυφά στη γιαγιά του, για το μπανιστήρι που έκανε στα αποδυτήρια των κοριτσιών, για το στρατό που έπαιρνε στη ζούλα δεύτερη μερίδα φαΐ και πολλά άλλα. Κι ο παπάς τον άκουγε. Και περνούσε η ώρα.

Σε κάποια στιγμή, δεν κρατιέται ο άτιμος και του ξεφεύγει:

-Πάτερ μου, ξέρετε τι, ακόμα κι αυτή την ώρα που εξομολογούμαι, διαπράττω αμαρτία.

-Τι εννοείς, τέκνο μου; Η εξομολόγηση δεν είναι αμαρτία, είναι ένα δώρο που κάνεις στην ψυχή σου κ.λπ.

-Όχι πάτερ, δε με καταλαβαίνετε. Να, ένας φίλος μου μου ζήτησε να σας κρατάω απασχολημένο ενώ εκείνος τώρα μάλλον είναι στο σπίτι σας με την κόρη σας και αμαρτάνει!

-Μμμ, κατάλαβα. Δε μου λες τέκνον μου, εσύ έχεις παιδιά μήπως;

-Όχι πάτερ μου, είμαστε μόνο δυο χρόνια παντρεμένοι με τη γυναίκα μου.

-Και δε μου λες, ο φίλος σου είναι συνομήλικός σου;

-Μάλιστα, πάτερ, είμαστε παιδικοί φίλοι.

-Μμμ, κατάλαβα. Λοιπόν, τέκνον μου, οι αμαρτίες σου συγχωρούνται. Θέλω όμως να σου εφιστήσω την προσοχή σε ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα την Οργή. Πρέπει να μάθουμε να συγκρατούμε το θυμό μας, μόνο εκείνοι που τα καταφέρνουν ανήκουν πραγματικά στη Βασιλεία των Ουρανών. Να το θυμάσαι αυτό!

-Μάλιστα, πάτερ.

-Ύπαγε, λοιπόν, και μηκέτι αμαρτάνου! Σε συμβουλεύω να πας κατ' ευθείαν στο σπίτι σου, γιατί πρέπει να μάθεις τέκνο μου...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...ότι εγώ δεν έχω κόρη!

14/10/11

Ο έξυπνος σκύλος

Ο ταμίας στο σούπερ μάρκετ βλέπει έκπληκτος ένα σκύλο να σέρνει το καρότσι με τα ψώνια. Προσπαθώντας να συγκρατήσει την έκπληξή του, χτυπάει ένα-ένα όλα τα πράγματα και ανακοινώνει την τιμή στο σκύλο. Σα να μη συμβαίνει τίποτα, ο σκύλος βγάζει μια πισωτική κάρτα και τη δίνει στον υπάλληλο. Η πληρωμή γίνεται κανονικά και ο σκύλος σέρνει το καρότσι έξω όπως θα έκανε κάθε δίποδος πελάτης.

Ο ταμίας αποφασίζει να ακολουθήσει για λίγο το σκύλο για να δει τι άλλο θα κάνει στη συνέχεια.

Τον παίρνει από πίσω, λοιπόν και τον παρακολουθεί εμβρόντητος να πηγαίνει στο χασάπη, στο περίπτερο και στο φούρνο, πληρώνοντας πάντα κανονικά και σέρνοντας το καρότσι του γεμάτο ψώνια.

Αφού τελείωσε τα ψώνια, πηγαίνει μπαίνει στο σταθμό του τραίνου, χτυπάει εισιτήριο και βάζει το καρότσι του στο συρμό. Ο φίλος μας πάντα από πίσω.

Ο σκύλος κατεβαίνει σε κάποια στάση και σέρνει το καρότσι του μέχρι ένα σπίτι, του οποίου χτυπάει την πόρτα.

Ανοίγει ο ιδιοκτήτης, μπαίνει μέσα ο σκύλος κι ακούγονται βρισιές.

-Α, να χαθείς παλιόσκυλο, με ξύπνησες μεσημεριάτικα...

Απορημένος περισσότερο από ποτέ, ο φίλος μας χτυπάει κι εκείνος το κουδούνι. Στην πόρτα ξεπροβάλει ένας αγουροξυπνημένος, θυμωμένος τύπος.

-Συγνώμη, γιατί το βρίζετε το σκυλί σας; Είναι τόσο έξυπνο! Κρίμα δεν είναι;

-Ωωχ, άσε με κι εσύ φίλε μου...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...πάλι ξέχασε τα κλειδιά του...

13/10/11

Καπνίζει το τζάκι

Περασμένα μεσάνυχτα, ο Μήτσος γυρνάει σπίτι του. Βλέπει το φίλο και γείτονά του, τον Παντελή να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού του σκεφτικός.

-Που 'σαι, ρε Παντελή; Πώς και κάθεσαι έξω τέτοια ώρα μ' αυτό το κρύο;

-Ε, τι να γίνει, να, κάπνιζε το τζάκι στο σπίτι. Άνοιξα το παράθυρο και βγήκα λίγο έξω μέχρι να ξεμυρίσει γιατί μέσα είναι σωστό ντουμάνι.

-Α, ξέρω τι πρόβλημα έχεις! Πάω να ταρακουνήσω λίγο την καπνιά στην καμινάδα να ξεβουλώσει. Θα στο κάνω λαμπίκο, να το ανάβεις, να χαίρεσαι!

Και τρέχει μέσα, πριν προλάβει ο άλλος να του πει τίποτα. Χτυπάει την εσωτερική πόρτα και του αποκρίνεται μια θυμωμένη γυναικεία φωνή:

-Σταμάτα να μου χτυπάς την πόρτα, παλιομπεκρούλιακα! Δεν είπαμε; Απόψε θα κοιμηθείς έξω στα σκαλιά, έτσι για να μάθεις!

Καταλαβαίνει ο Μήτσος και γυρνάει στο φίλο του να τον παρηγορήσει.

-Μη στενοχωριέσαι, ρε Παντελή, έτσι ειν' αυτά τα πράγματα...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...μερικές φορές καπνίζει και το δικό μου τζάκι...

12/10/11

Η κηδεία της πεθεράς

Σε κάποιο χωριό συμβαίνει ένα φοβερό ατύχημα. Το άλογο ενός χωρικού πάνω σε ένα πείσμα έχει αγριέψει και έχει σκοτώσει την πεθερά του.

Όλο το χωριό παραβρίσκεται στην κηδεία συγκλονισμένο. Στο τέλος της κηδείας, μετά τα συλλυπητήρια, ένα σωρό χωρικοί περιτριγυρίζουν τον πενθούντα για πολλή ώρα και δεν τον αφήνουν να ησυχάσει.

Όταν διαλύθηκε το πλήθος, τον ρωτάει η γυναίκα του:

-Τι σε ήθελαν όλοι αυτοί;

-Α, τίποτα το σπουδαίο, ήθελαν απλά...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...να δανειστούν το άλογό μου!

11/10/11

Μετάνοια

Πάει μια φορά μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα σ' έναν παπά:

-Δέσποτα, έχω αμαρτήσει πολύ, έχω κάνει ακατανόμαστα πράγματα. Όμως τώρα μετανόησα ειλικρινά, θέλω να αλλάξω τη ζωή μου και να ζητήσω συγχώρεση από το Θεό.

-Μπράβο τέκνο μου! Έχεις την ευλογία μου. Έλα την Κυριακή να εξομολογηθείς και να μεταλάβεις.

-Ξέρετε παπά μου, δεν με έχουν βαφτίσει, οι γονείς μου βλέπετε ήταν κι αυτοί αμαρτωλοί.

-Άκου τι θα κάνουμε. Επί ένα μήνα θα προσεύχεσαι και θα προετοιμάζεσαι ψυχολογικά να δεχτείς το Χριστό. Έπειτα θα έρθεις στην εκκλησία, να σε βαφτίσουμε και να λάβεις την πρώτη σου μετάληψη. Σύμφωνοι;

Του φιλάει το χέρι και φεύγει.

Και πραγματικά, μετά από ένα μήνα ειλικρινούς μετάνοιας και νηστείας, έρχεται η ώρα να γίνει και η βάφτιση. Ο παπάς έχει καλέσει πολύ κόσμο να παραβρεθούν για να γιορτάσουν την επιστροφή της άσωτης κόρης στους κόλπους της εκκλησίας.

Η κοπέλα έρχεται φορώντας ένα λεπτό λευκό φόρεμα. Καθώς λοιπόν ο παπάς της ρίχνει στο κεφάλι νερό από την κολυμπήθρα, το οποίο μοιραία βρέχει και λίγο το φόρεμα, εκείνη αναφωνεί:

-Σε ευχαριστώ, Χριστέ μου που με δέχτηκες απόψε στην αγκαλιά σου! Μέχρι χτες ήμουν στα χέρια του σατανά!

Ακούγεται εκείνη τη στιγμή ταυτόχρονα από  τρεις-τέσσερεις παρευρισκόμενους:
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
-Αύριο βράδυ είσαι ελεύθερη;

10/10/11

Άλλος κερνάει κι άλλος πίνει...


Στην ουρά για το ΙΚΑ, περιμένουν δίπλα-δίπλα ένας καλοστεκούμενος ηλικιωμένος κύριος κι ένας νεαρός.

-"Συγνώμη, πόσων χρονών είστε αν επιτρέπεται;", ρωτάει ο νεαρός.

-Τα έχω κλείσει τα ογδονταπέντα, παιδί μου.

-Ξέρετε, σκεφτόμουν -φτου να μη σας ματιάσω- ότι είστε μια χαρά για την ηλικία σας. Μπράβο! Μακάρι κι εγώ να φτάσω στα χρόνια σας και να είμαι έτσι γερός!

-Ευχαριστώ παιδί μου! Είναι και η γυναίκα μου, φυσικά, που με φροντίζει και με αγαπάει και με κρατάει σε καλή κατάσταση!

-Και πόσων χρονών είναι η γυναίκα σας, εν επιτρέπεται;

-Ε, καμιά σαρανταριά! Είναι όμως μια ζουμερή τσούπρα, άλλο πράγμα, μπουκιά και συγχώριο!

-Δηλαδή εννοείτε ότι είστε και στο κρεβάτι ενεργός;

-Μα φυσικά παιδί μου! Τακτικότατα. Και η γυναίκα μου είναι πανευτυχής!

-Α, τι να πω! Εσείς είστε φαινόμενο!

-Μάλιστα, εδώ και μερικούς μήνες, η γυναικούλα μου με έκανε πραγματικά ευτυχισμένο, γιατί είναι έγκυος, θα με κάνει πατέρα!

Ο άλλος τον κοιτάει σκεφτικός.

-Τι σκέφτεσαι, παιδί μου;

-Να σας πω μια ιστορία; Είναι ένας κυνηγός στο δάσος. Βλέπει ένα πανέμορφο ελάφι. Βγάζει το τουφέκι του και πυροβολεί. Διαπιστώνει όμως ότι η γεμιστήρα του δεν έχει σφαίρες. Παρ' όλα αυτά, το ελάφι ξαπλώνεται κάτω νεκρό, γεμάτο αίματα.

-Ε, δε μπορεί! Κάποιος άλλος θα πυροβόλησε!

-Έλα ντε!...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ!

6/10/11

Εξιτήριο από το φρενοκομείο

Ο επικεφαλής του φρενοκομείου εξετάζει μια φουρνιά από πρώην τρελούς που είναι έτοιμοι να ...αποφοιτήσουν για να δει αν όντως έχουν θεραπευτεί.

Πάει στον πρώτο, λοιπόν, και του λέει:

-Θα σου κάνω μια πολύ απλή ερώτηση για να δω πως τα πας. Αν μου απαντήσεις σωστά, αυτό θα σημαίνει ότι μάλλον είσαι πια τελείως καλά και θα είσαι ελεύθερος να φύγεις. Σύμφωνοι;

-Ναι γιατρέ μου! Πάμε την ερώτηση!

-Πόσο κάνει ένα κι ένα;

-Απλό! Μια κότα!

"Ααα, αυτός είναι θεόμουρλος", σκέφτεται ο γιατρός και διατάζει να του φορέσουν πάλι το ζουρλομανδύα.

Πάει στο δεύτερο και του λέει τα ίδια:

-Θα σου κάνω κι εσένα την ίδια απλή ερώτηση. Ο συνάδελφός σου με απογοήτευσε πριν από λίγο. Πρόσεξε εσύ να απαντήσεις λογικά για να μην έχεις την ίδια κατάληξη! Λοιπόν, πόσο κάνει ένα κι ένα;

-"Εύκολο! Ήρθε η άνοιξη", του απαντάει ο άλλος.

"Ααα, καλά, κι αυτός για δέσιμο είναι", σκέφτεται πάλι ο γιατρός. -"Πάρτε τον", φωνάζει στους νοσοκόμους.

Πάει λοιπόν και στον τελευταίο, σκουπίζει τον ιδρώτα του με το μαντηλάκι του και του απευθύνει:

-Η σειρά σου παιδί μου. Για σένα πάντα έτρεφα μια συμπάθεια και ιδιαίτερες ελπίδες ότι θα τα καταφέρεις να θεραπευτείς. Αλλά και η πορεία σου μέχρι τώρα ήταν ικανοποιητική. Θα σου κάνω κι εσένα την ίδια ερώτηση. Μη μου πεις πάλι τίποτα τρέλες, σε παρακαλώ. Πες μου κάτι λογικό να σου υπογράψω το εξιτήριό σου, να πας στην ευχή του Θεού!

-"Ένα κι ένα κάνει δύο, γιατρέ μου!", του απαντάει χαρούμενα ο άλλος.

-"Μπράβο παιδί μου!", αναφωνεί ο γιατρός και τον σφίγγει στην αγκαλιά του. "Το ήξερα ότι δε θα με απογοητεύσεις".

Του υπογράφει το ...απολυτήριό του με άριστα (-; του σφίγγει το χέρι και τον πηγαίνει μέχρι την πόρτα.

-Όταν σκέφτομαι τι αηδίες μου αράδιασαν οι άλλοι δύο, παιδί μου, στενοχωριέμαι πολύ. Τι να κάνουμε όμως, θα προσπαθήσουμε πάλι να τους θεραπεύσουμε.

-Είδατε γιατρέ μου; Κι ήταν κατά βάθος τόσο απλή και στοιχειώδης ερώτηση...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...Δεν είχα παρά να διαιρέσω την κότα με την άνοιξη!

Ο ιεραπόστολος, οι κανίβαλοι και οι βάρβαροι λευκοί


Βρισκόμαστε σε κάποιο χωριό της Αφρικής. Ο γενναίος ιεραπόστολος έχει αφιερώσει τη ζωή του να εκπολιτίσει τις ντόπιες φυλές πρώην ανθρωποφάγων και να τους δώσει φυσικά και τα φώτα του Χριστιανισμού.

Συχνά περνάει αρκετή ώρα διηγούμενος ιστορίες για το πως ζουν οι λευκοί άνθρωποι στις πόλεις τους. Δεν παραλείπει φυσικά να τους λέει και τα άσχημα του πολιτισμού. Σε κάποια από αυτές τις συναθροίσεις, συζητούν για τον πόλεμο.

-Και που λέτε, οι λευκοί έχουν κατασκευάσει φοβερά όπλα καταστροφής, καμία σχέση με τα ακόντια που έχετε εδώ πέρα. Υπάρχουν τα πιστόλια και τα τουφέκια, με τα οποία πατάς απλώς μια σκανδάλη και μπορείς να σκοτώσεις κάποιον χωρίς να τον πλησιάσεις! Υπάρχουν κάτι σιδερένια κάρα που έχουν μέσα πολεμιστές και σκορπάνε το θάνατο σκοτώνοντας ότι βρεθεί στο περασμά τους! Κι ακόμα υπάρχουν ιπτάμενες μηχανές που μπορούν από ψηλά να ρίξουν φωτιά και να κάψουν ολόκληρα χωριά!

Οι άγριοι ακούν με ενδιαφέρον.

-Και όλοι αυτοί οι λευκοί άνθρωποι που πέφτουν θύματα των όπλων, καταλήγουν σκοτωμένοι ή και ψημένοι στις φλόγες της φωτιάς που λέτε;

-Ναι, παιδιά μου. Γιατί δυστυχώς οι άνθρωποι είναι άπληστοι. Θέλουν πάντα να σκοτώνουν τους άλλους και να τους παίρνουν ό,τι έχουν.

-Ααα, δηλαδή σκοτώνετε γι' αυτό το λόγο; Όχι για να τους φάτε;

-Όχι παιδί μου. Για τη δύναμη και την εξουσία μόνο!

-Καλά, όλο αυτό το ανθρώπινο κρέας από τους σκοτωμένους που προκύπτει κατά τη διάρκεια των πολέμων τι το κάνετε; Δε σας χαλάει;

-Οι λευκοί άνθρωποι, τέκνα μου, δεν τρώνε τους νεκρούς αντιπάλους τους.

-Και δηλαδή, απλά αφήνετε τους νεκρούς να σαπίσουν;

-Ναι, παιδί μου. Και είναι τόσο θλιβερό αυτό το θέαμα των σκοτωμένων παιδιών, των ανθρώπων που χάνονται...

-Μα τι βάρβαροι και απολίτιστοι που είστε εσείς οι λευκοί! Όχι απλά σκοτώνετε χωρίς ουσιαστικό λόγο, αφήνετε και το κρέας να πάει χαμένο!