-Πώπω, ρε ξάδερφε! Τι αμαξάρα είναι ετούτη; Ίσαμε ένα αθηναϊκό λεωφορείο!
-Ε, έτσι το 'χουν εδώ, όλα είναι μεγάλα. Θα δεις και μόνο σου! Πα 'να φάμε τίποτα; Θες να σε πάω σε ένα πολύ ξηγημένο εστιατόριο που ξέρω;
-Και δεν πάμε;
Πάνε λοιπόν σε ένα τεράστιο εστιατόριο. Μπαίνουν μέσα και τα χάνει ο φίλος μας. Είχε κάτι γιγάντιους πάγκους γεμάτους με βουνά ολόκληρα φαγητό. Πλήρωνες δέκα δολάρια και έτρωγες μέχρι να σκάσεις. Και αναψυκτικά και ποτά ήταν σε μπουκάλια μεγάλα σα βαρέλια.
-Αμάν ρε ξάδερφε, δε μπορώ άλλο, έχω σκάσει από το φαί. Θα μου βγει απ' τ' αυτιά σε λίγο!
-Τρώγε, ρε, σχεδόν τζάμπα είναι! Πού θα τα ξαναβρείς;
Αφού γουρουνιάσανε εντελώς, ξαναλέει ο ξάδερφος:
-Θες να ψωνίσουμε τίποτα, Αντώνη; Εδώ είναι όλα φτηνά, ξέρεις.
-Βασικά ναι, να πάρουμε μερικά ρουχαλάκια που μου λείπονται...
Πάνε λοιπόν να ψωνίσουν ρούχα. Δοκιμάζει ο Αντώνης διάφορα μπλουζάκια, πουκάμισα και παντελόνια, αλλά δεν του έκανε κανένα. Όλα τα νούμερα ήταν τεράστια, XXXL, XXXXL κι ακόμα μεγαλύτερα.
-Αμάν, τι μεγέθη είναι αυτά ρε ξάδερφε; Κανένα κανονικό δεν έχετε;
-Ε, έτσι είναι εδώ, δεν είπαμε;
-Καλά. Να σου 'πω; Θα με πας και σ' ένα φαρμακείο να πάρω κάτι φάρμακα που θέλω;
Πάνε στο φαρμακείο λοιπόν.
-Δώστε μου ένα κουτί οινόπνευμα, μια γάζα, ένα σωληνάριο Softolinol κι ένα κουτί βαμβάκι, παρακαλώ.
-Έπαθες κάτι; Ρωτάει ο ξάδερφος.
-Όχι μωρέ. Είναι για τις αιμορροΐδες μου.
Ο φαρμακοποιός φέρνει ένα μπουκάλι οινόπνευμα των τριών λίτρων, ένα σωληνάριο μεγάλο σαν αναψυκτικό κι ένα πακέτο βαμβάκι σαν κουτί παπουτσιών. Ο Αντώνης τα χάνει.
-Θέλετε τίποτα άλλο, κύριε;
Μούγκα ο άλλος. Έντρομος, με στάλες ιδρώτα να τρέχουν από το κούτελό του.
-Τι πάθατε κύριε;
-Δδδ, δε βαριέστε; Λέω να συνεχίσω τη θεραπεία όταν θα γυρίσω στην Ελλάδα. Βλέπετε, ο γιατρός μου έχει πει...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
..
.
.
.
.
...να βάζω και υπόθετα...