-Αδερφή, πάτε στο μοναστήρι; Θέλετε να σας πετάξω εγώ, να μην περπατάτε στον ήλιο;
-Αχ, σας ευχαριστώ πολύ, ο Θεός θα σας έστειλε.
Πιάνουν την κουβέντα λοιπόν.
-Τέκνο μου, τι ωραίο φόρεμα ειν' αυτό; Πόσο ακριβό θα πρέπει να είναι!
-Ααα, ναι, είναι του τάδε οίκου, όντως πανάκριβο, αλλά δεν το πλήρωσα!
-Δηλαδή;
-Ε να, ένα βράδυ σ' ένα μπαρ γνώρισα ένα πολύ όμορφο νέο. Αφού πήγαμε σπίτι του περάσαμε πολύ όμορφα, εχμ, καταλαβαίνετε τι εννοώ, αδερφή, αυτός μου είπε ότι δούλευε σε οίκο μόδας και μου χάρισε το φουστάνι. Τόσο είχε ευχαριστηθεί μαζί μου.
-Κι αυτό το χρυσό κολλιέ;
-Ε να, ένα άλλο βράδυ σ' ένα κλαμπ εκεί που τα έπινα με τις φίλες μου, πιάσαμε την κουβέντα με κάτι τύπους. Με τον ένα από αυτούς ταριάξαμε πολύ και καταλήξαμε σπίτι του, όπου ...καταλαβαίνετε. Η σχέση μας κράτησε μερικές εβδομάδες και ήταν τόσο ευχαριστημένος που μου χάρισε το κολιέ.
-Κι αυτό το πανάκριβο αυτοκίνητο;
-Αχ αδερφή, για να μη σας τα πολυλογώ, μου το χάρισε κάποιος άλλος ευγενικός κύριος όταν συμμετείχα σε ένα πάρτυ στο σπίτι του που είμασταν διάφοροι άντρες και γυναίκες και περάσαμε όλοι μαζί φανταστικά! Αν καταλαβαίνετε τι εννοώ, αδερφή.
Η καλόγρια τα άκουσε όλα αυτά και παρέμεινε αμίλητη και σκεφτική. Η άλλη θεώρησε ότι η καλόγρια θα την πέρασε για πουτ**α και στενοχωρήθηκε.
-Αδερφή, δεν ξέρω τι σκέφτεστε για μένα, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι όλα αυτά έτυχαν, δεν τα επιδίωξα ούτε το έχω επάγγελμα. Απλά, αφού περνάμε ωραία και θέλουν να μου κάνουν τα δωράκια, γιατί όχι; Εξάλλου, τους τελευταίους μήνες είμαστε μαζί με ένα καλό και όμορφο παιδί και σχεδιάζουμε να παντρευτούμε!
-Όχι, όχι, τέκνο μου, δε σκέφτηκα κάτι κακό για σένα, μην ανησυχείς. Την ευλογία μου να έχεις, η ώρα η καλή και βίο ανθόσπαρτο!
Τελικά, φτάνουν στο μοναστήρι και κατεβαίνει η καλόγρια. Φανερά εκνευρισμένη, πηγαίνει κατ' ευθείαν στον ηγούμενο. Ανοίγει την πόρτα του γραφείου του, ορμάει μέσα και τη βροντάει πίσω της.
-Αδερφή Σιμπλικία, τι έπαθες; Πώς μπαίνεις έτσι;
-Άει γα**σου, εσύ και...
.
.
..
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...οι σοκολάτες σου!