-Γραβάτες! Γραβάτες! Εδώ οι καλές γραβάτες!
"Δεν είμαστε καλά!", σκέφτεται. "Της φαντασίας μου θα είναι, όπως οι οάσεις-αντικατοπτρισμοί που βλέπω κάθε τόσο!"
Κι όμως, μετά από λίγο, ακούγεται ξανά η φωνή:
-Γραβάτες! Αγοράστε εδώ τις πιο καλές γραβάτες! Για επίσημες περιστάσεις, για γάμους, για βαφτίσια!
Γυρνάει και τι να δει: Ένας βεδουίνος - πλανόδιος πωλητής, περιφερόταν κουβαλώντας κάτι τσάντες.
-Ψιτ, κύριος, θέλεις να αγοράσεις μια γραβάτα; Έχω πολύ καλά κομμάτια! Και σε πολύ καλές τιμές!
-Καλά, είσαι τρελός ανθρωπέ μου; Εδώ πεθαίνω από τη δίψα κι εσύ μου λες να αγοράσω γραβάτες; Τι να τις κάνω τις γραβάτες; Σε δεξίωση θα πάω;
-Γιατί, κύριος, έγκλημα είναι; Να κοίτα αυτήν εδώ, είναι ολομέταξη. Μα τα γένια του προφήτη, πραγματικό αριστούργημα!
-Να τις βράσω τις γραβάτες σου! Μήπως έχεις καθόλου νερό;
-Δεν παίρνεις αυτή με τα καρώ; Εξαιρετικό κομμάτι. Μόνο €80!
-Α, δεν είσαι μόνο τρελός, είσαι και ηλίθιος μαζί! Σιγά μη δώσω τόσα λεφτά γι' αυτή την παλιογραβάτα που δε μου χρειάζεται κιόλας!
-Πώς κάνεις έτσι, κύριος; Γιατί φωνάζεις σε ένα τίμιο βιοπαλαιστή;
-Μα είναι να μη φωνάζω; Αντί να μου πεις που θα βρω λίγο νερό να σωθώ, που κοντεύουν να με φάνε τα όρνια, με ζαλίζεις με τις παλιογραβάτες σου!
-Ω, μα τι γκρινιάρης που είσαι μα τον Αλλάχ! Αν θες να ξέρεις, σε 3 χιλιόμετρα από κει, έχει ένα αναψυκτήριο! Σε συμβουλεύω όμως να πάρεις μια γραβάτα...
Ο άλλος δεν ακούει πια τίποτα. Τον παρατάει σύξυλο και τρέχει προς την κατεύθυνση που του έδειξε.
Μετά από καμιά ώρα, ο διψασμένος επιστρέφει μισοπεθαμένος και λαχανιασμένος. Αγοράζει μια γραβάτα από τον πλανόδιο, την πληρώνει €120 και τρέχει πάλι προς την ίδια κατεύθυνση.
Φτάνει στο αναψυκτήριο και μπαίνει μέσα. Ο ιδιοκτήτης πίσω από τη μπάρα τον βλέπει και του λεει:
-Τώρα μάλιστα. Τώρα μπορείτε να μπείτε! Απαγορεύεται η είσοδος στο αναψυκτήριο μόνο σε όσους ...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...δε φορούν γραβάτες από αυτές που πουλάει ο αδερφός μου!