17/11/11

Η εξομολόγηση στο μπάρμαν

Ο Βαγγέλης πάει στο μπαρ που συχνάζει και παραγγέλνει ένα διπλό ουίσκι. Φαίνεται πολύ στενοχωρημένος, συγκλονισμένος.

Ο μπάρμαν που τον ξέρει, τον σερβίρει και προσπαθεί να καταλάβει τι έχει. Εκείνος πίνει πολύ γρήγορα το ποτό και ζητάει κι άλλο.

-Κύριε Βαγγέλη, σήμερα είστε πολύ χάλια! Κάτι σας βασανίζει. Πείτε μου τον πόνο σας, να ξαλαφρώσετε!

-"Θα στα πω ρε Μανώλη, θα στα πω!" Και του γνέφει για άλλο ένα ποτό.

-"Σας ακούω", κάνει ο μπάρμαν και του βάζει άλλο ένα.

-Εγώ που λες, είμαι παντρεμένος εδώ και πολλά χρόνια. Τη γυναίκα μου την ξέρω από το Λύκειο. Τα είχαμε τότε, βλέπεις. Ομολογώ ότι είμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Πηγαίναμε στα πάρτυ, βγαίναμε, χορεύαμε, κάναμε, ράναμε.

-Ωραία! Μπράβο!

-Ένα βράδυ λοιπόν, γυρνώντας από μια έξοδο, είμασταν κι οι δυο κάπως πιωμένοι και είχαν σπάσει κάπως οι αντοχές. Όταν την πήγα λοιπόν στο σπίτι της, μου ζήτησε να τη συνοδεύσω στο δωμάτιό της, για να μου δείξει το καινούριο της ...χρυσόψαρο. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ.

-Πρώτη φορά ήταν;

-Πρώτη, πρώτη και για τους δυο! Για να μη στα πολυλογώ λοιπόν, πιάνουμε να φιλιόμαστε με πάθος. Και πάνω που είμασταν σφιχταγκαλιασμένοι, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα του δωματίου...

-Ναι; Ποιος ήταν;

-Αααχ, ήταν ο πατέρας της, ένα ντερέκι ένα κι ενενήντα, δικαστής στο επάγγελμα! "Ρε καθίκι, τι πας να κάνεις στην κόρη μου;" Έπεσε πάνω μου, με πλάκωσε στις γρήγορες κι ύστερα μου κόλλησε την κυνηγετική του καραμπίνα στο κούτελο. "Ή παντρεύεσαι την κόρη μου, ή σε στέλνω 20 χρόνια φυλακή", μου φώναξε.

-Ε, ωραία. Κι εσύ την παντρεύτηκες, λοιπόν. Κι είσαστε ακόμα μαζί, σωστά;

-Αχ, Μανώλη μου...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Σήμερα κλείνουν 20 χρόνια ακριβώς! Σήμερα θα ήμουν ελεύθερος...