Με τα πολλά, πέρασαν τα χρόνια, γέρασε και ήρθε η στιγμή που θα πέθαινε. Ζήτησε από τη γυναίκα του λοιπόν ως τελευταία επιθυμία να του βάλει μαζί του όλα του τα χρήματα στην κάσα ώστε να τα πάρει μαζί του!
Η γυναίκα του τσαντίστηκε πάρα πολύ, αλλά πώς θα μπορούσε να αρνηθεί την τελευταία επιθυμία ενός ετοιμοθάνατου; Του το υποσχέθηκε λοιπόν.
Έτσι λοιπόν, σε μερικές ημέρες γίνεται η κηδεία και παραβρίσκονται οι λίγοι συγγενείς που είχαν. Πριν κατεβάσουν το φέρετρο, η χήρα τοποθετεί μέσα ένα κουτί φανερά συγκινημένη.
Αργότερα, στο καφεδάκι της παρηγοριάς, τη ρωτάει η αδερφή της:
-Καλά, δε μου λες, ηλίθια είσαι; Δεν πιστεύω να χαράμισες έτσι τόσα λεφτά; Δεν πρέπει επιτέλους να χαρείς κι εσύ λίγο τη ζωή σου μετά από τόσες στερήσεις;
-Αχ βρε Κούλα, τι να κάνω αφού το είχα υποσχεθεί; Είναι δυνατόν να αρνηθώ στον αντρούλη μου την τελευταία του επιθυμία;
-Και δηλαδή το έκανες;
-Ε, κοίτα, για να είμαι ειλικρινής, τα λεφτά είναι στην τράπεζα. Του έβαλα όμως...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
..
.
.
.
.
...μια επιταγή!