Οι εργάτες δουλεύουν ματσακόνι σε ένα παλιό πλοίο. Η εργασία αυτή, η οποία συνιστά το δυνατό χτύπημα με ένα βαρύ σφυρί για να φύγουν οι σκουριές, είναι εξαιρετικά επίπονη. Το πρωί, όχι πολύ από την ώρα που άρχισαν την εργασία τους, να σου και εμφανίζεται ο προιστάμενος, σχετικά υψηλά ιστάμενο πρόσωπο στα ναυπηγεία.
Ο προιστάμενος πιάνει παράμερα έναν εργάτη και του λέει:
-Καλή σου μέρα παιδί μου! Ο Λάζαρος ο Τρεχαγυρευίδης δεν είσαι;
-Μάλιστα κύριε προιστάμενε! Τι τρέχει;
-Άκου να σου πω. Σε έχω ξεχωρίσει ανάμεσα στους εργάτες, εσάς που κάνετε αυτή την τόσο βαριά δουλειά, για την εργατικότητα και την ακούραστη αφοσίωσή σου. Θέλω λοιπόν να ξέρεις ότι σε έχω υπό την προστασία μου και ότι σύντομα θα πάρεις προαγωγή και μετάθεση σε καλύτερο πόστο.
-Ωωω! Σας ευχαριστώ πολύ κύριε προιστάμενε!
-Και επίσης, επειδή ξέρω ότι κουράζεσαι πολύ, να, πάρε δυο αυγά βραστά να φας στο διάλειμμα, να δυναμώσεις!
Ο άλλος παίρνει τα αυγά, ευχαριστεί ξανά και επιστρέφει στη δουλειά του.
Περνούν μερικές ώρες και έρχεται το μεσημέρι. Οι εργάτες κάνουν διάλειμμα για λίγο και έπειτα συνεχίζουν την εργασία τους. Είναι όμως έτσι κι αλλιώς αρκετά κουρασμένοι, χώρια που είναι κάθιδροι από την κάψα του ήλιου. Από κει λοιπόν που νωρίτερα ακούγονταν συνέχεια νταπ, ντουπ τα σφυριά, τώρα ακούγονται σαφώς πιο αραιά τα χτυπήματα και με λιγότερη δύναμη.
Σε κάποια φάση περνάει από κει ο προιστάμενος φορτωμένος κάτι χαρτιά, πηγαίνοντας προφανώς σε κάποια δουλειά.
Ο προιστάμενος, βλέποντας ότι η ομάδα ρετάρει κάπως, φωνάζει:
-Άντε, εσύ που έφαγες τ' αυγά!
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
..
.
Πανζουρλισμός μεμιάς, οι εργάτες αρχίζουν όλοι να κοπανάνε τα σφυριά με όλη τους τη δύναμη...(Αφιερώνεται στον πατέρα μου, Στέλιο [δεν έχει καμιά σχέση με ναυπηγεία], που μου έλεγε αυτό το ανεκδοτάκι όταν ήμουν μικρός).