Το πιο κοντινό σπίτι ήταν καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο κάτω, φαινόταν τα φώτα του, από κει και κάτω απόλυτη ερημιά. Τι να κάνει λοιπόν ο καψερός, αποφασίζει να δοκιμάσει να ρωτήσει μήπως μπορούν να του δανείσουν ένα γρύλο.
Περπατάει το λοιπόν μέχρι το σπίτι και στο δρόμο μονολογεί:
-Νυχτιάτικα και ερημιά, να χτυπάω ξένη πόρτα, εντελώς άγνωστος. Κι αν φοβούνται να μου ανοίξουν;
-Κι αν κοιμούνται και δεν ακούνε το κουδούνι;
-Κι αν δεν έχουν γρύλο;
-Κι αν φοβούνται να μου ανοίξουν;
-Κι αν φάω κανένα βρισίδι που τους ενόχλησα τέτοια ώρα;
-Κι αν έχουν σκύλο και μου κοπανίσει καμιά δαγκωνιά;
-Κι αν δε με εμπιστεύονται να μου τον δανείσουν; Που με ξέρουν;
-Κι αν εγώ επιμένω για να μην περπατάω στο κρύο κι αυτοί τσαντιστούν;
-Κι αν, στην προσπάθεια να αλλάξω το λάστιχο, κάνω ζημιά στο γρύλο και μετά μου ζητάνε και τα ρέστα;
-Κι αν λογομαχήσουμε και τσακωθούμε; Κι αν έρθει η αστυνομία; Κι αν...
Μονολογώντας, έχει φτάσει πια μέχρι την πόρτα. Μηχανικά χτυπάει το κουδούνι. Βγαίνει ένας συμπαθέστατος, χαμογελαστός κύριος.
-Καλησπέρα! Τι μπορώ να κάνω για σας, παρακαλώ;
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
-Ρε, δε με παρατάς εσύ κι ο γρύλος σου; Μ' έπρηξες με τη γκρίνια σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου